-
1 ἰθαιγένης
ἰθαι - γένης ( ἰθύς): born in lawful wedlock, legitimate, Od. 14.203†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἰθαιγένης
-
2 ιθαγενης
эп. ἰθαιγενής 2(ῐ) [ἰθύς]1) происходящий по прямой линии, рожденный в законном браке, законныйτινὰ ἶσον ἰθαι γενέεσσιν τιμᾶν Hom. — почитать кого-л. наравне с законными (сыновьями)
2) подлинный, чистокровный, коренной(Ἀιγύπτιοι Her.)
3) естественный, природныйτὸ Βολβίτινον στόμα καὴ τὸ Βουκολικὸν οὐκ ἰθαγενέα στόματά ἐστι, ἀλλ΄ ὀρυκτά Her. — Больбитское и Буколическое устья (Нила) - не естественные, а (искусственно) прорытые4) действительный, настоящий(ἀριστεὺς Βακτρίων ἰ. Aesch.; νότος, ζέφυρος Arst.)
-
3 ἰθαγενής
Grammatical information: adj.Meaning: `here, i. e. in house born, born in lawful matrimony ' (ξ 203, ion., A., Arist.).Other forms: sec. ἰθαιγενής (Schwyzer 448)Origin: IE [Indo-European] [84] *idhh₂\/e `here'Etymology: Formation like αὑθι-γενής, bahuvrihi of γένος with inherited adverbial 1. member ἰθα- = Skt. ihá, Prākr. idha, Av. iδa `here'; from the pronominal stem i- in Cypr. ἴν (s. v.) and with the same suffix as in ἔν-θα. (If ἰθαι is old, one could assume that it is related with ἰθαρός `clear, pure', Lejeune, Adverbes en - θεν 366-8.) Schwyzer 613 and 628; further W.-Hofmann s. ibi, with more details. Wrong Bechtel Lex. s. v.Page in Frisk: 1,715Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰθαγενής
См. также в других словарях:
λα- — (Α) προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα ) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα κατάρατος λα καταπύγων, λα πτυήρ, λα φονοι, λά μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ) κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαι … Dictionary of Greek
ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… … Dictionary of Greek